κοτόσουπα

κοτόσουπα
η
σούπα από κότα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κοτόσουπα — η σούπα που παρασκευάζεται από ζωμό κότας …   Dictionary of Greek

  • κοττόσουπα — η βλ. κοτόσουπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”